ἀργαλέος

ἀργαλέος
ἀργᾰλέος, α, ον,
A painful, troublous,

ἄνεμοι Il.13.795

;

Ἔρις 11.3

;

νοῦσος 13.667

; Ἄσκρῃ, χεῖμα κακῇ, θέρει ἀργαλέῃ (trisyll.),

οὐδέποτ' ἐσθλῇ Hes.Op.640

;

νύξ Alc.Supp.12.11

; difficult of attainment,

ἀληθείη Emp.114.2

;

κάθοδος Anacr.43.5

:—never in Trag., sts. in Com.,

ἀ. πρᾶγμα Ar.Pl.1

;

στάσις Id.Th.788

;

ἀργαλέας νύκτας ἄγειν Id.Lys. 764

: rare in Prose,

πρᾶγμα X.Hier.6.4

: [comp] Comp., Ph.1.224: [comp] Sup., Id.2.300.
2 of persons, troublesome, vexatious, Thgn.1208 codd. (ἁρπ- Bgk.);

βιότοιο κέλευθοι Emp.115.8

, cf. Ar.Nu.450, Men.403.5: [comp] Sup., Ar.Eq.978: rare in Prose,

ἀ. τὴν ὄψιν Aeschin.1.61

.
II ἀργαλέον ἐστί, c. dat. et inf.,

ἀ. δέ μοί ἐστι διασκοπιᾶσθαι ἕκαστον Il.17.252

, cf. 12.410, Od.13.312
, etc.: rarely c. acc. et inf.,

ἀργαλέον δέ με πάντ' ἀγορεῦσαι Il.12.176

; or without case,

ἀ. δὲ πληκτίζεσθ' ἀλόχοισι Διός 21.498

, cf. Od.7.241, etc.; also,
2 agreeing with the object, ἀ. . . θεὸς βροτῷ ἀνδρὶ δαμῆναι God is hard to be subdued by mortal man, 4.397;

ἀ. γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι Il.1.589

.
III Adv.

-ως AP9.499

. (By dissimilation from Αλγαλέος, cf. ἄλγος.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αργαλέος — ἀργαλέος, α κ. η, ον (AM) 1. οδυνηρός, επίπονος 2. ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλγάλεος (< άλγος) με ανομοίωση. Ο τ. απαντά κυρίως στο έπος χρησιμοποιούμενος για πρόσωπα, ενώ είναι σπανιότερος στην τραγωδία και στον πεζό λόγο] …   Dictionary of Greek

  • ἀργαλέος — painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεώτερον — ἀργαλέος painful adverbial comp ἀργαλέος painful masc acc comp sg ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέα — ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc pl ἀργαλέᾱ , ἀργαλέος painful fem nom/voc/acc dual ἀργαλέᾱ , ἀργαλέος painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεωτάτων — ἀργαλέος painful fem gen superl pl ἀργαλέος painful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεωτέρων — ἀργαλέος painful fem gen comp pl ἀργαλέος painful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεώτατα — ἀργαλέος painful adverbial superl ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλεώτατον — ἀργαλέος painful masc acc superl sg ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέαι — ἀργαλέος painful fem nom/voc pl ἀργαλέᾱͅ , ἀργαλέος painful fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέον — ἀργαλέος painful masc acc sg ἀργαλέος painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργαλέω — ἀργαλέος painful masc/neut nom/voc/acc dual ἀργαλέος painful masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”